dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναθέτω κάτι σε κάποιον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jemanden etwas auftragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναθέτω κάτι σε κάποιον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auftragen
Ⓦ
Ⓖ
…